Αν δεν θα το βλεπα
δε θα το πίστευα
αυτό που αντίκρισα.
Μια λίμνη αίματος
σε μαύρο πάτωμα
και το μυαλό του νοσταλγού
σα σφουγγάρι
να εξαφανίζει ότι άφησε
το φονικό ξωπίσω του.
Μια λίμνη αίματος
Σ’ένα στενό δωμάτιο
Μαύρο το πάτωμα ,
παντού πινέλα , καβαλέτα
πίνακες άτακτα γυρτά βαλμένοι
κι’ένα μαχαίρι στα δεξιά του!
Μιγάς η αγάπη μου!
Που έφταιξα ?
Τι νά’κανα ?
Βαρέθηκα μαζί σου ,στ’ομολόγησα!
Κι’εσύ απάντησες με χρώμα κόκκινο
Κείνο το βράδυ
μου ‘πες πως θα’βγαζες ,
τον πίνακα με τους αγγέλους
να ζωγράφιζες,
Που να’ξερα!
Κείνο το βράδυ
φιλοτέχνησες το πάτωμα
που ήτανε μαύρο
Όπως το χρώμα της ψυχής σου
Σάμπως που να’ ξερα πως θα σε σκότωνα ?
Σου ‘πα βαρέθηκα
κι’έφυγα δίχως να προσμένω
απάντηση σου.
Τώρα το πάτωμα είναι κομμάτι
της ψυχής μου
καλά κρυμμένο,
αργά αργά με κατατρώει
Και δε βολεύομαι!
Ούτε χορταίνω
την απέραντη ευτυχία
που μου χάρισε κατόπι η ζωή
Μόνο είμαι εδώ και γράφω
για να βρίσκομαι,
και διασκεδάζω άλλοτε
και δείχνω εξαρτημένη
από γλυκά και «κρατερά»
ανθρώπινα αισθήματα,
και δείχνω να ‘χω
μ’όλα τούτα ευφορία!
Η μόνη εξάρτηση : το φονικό
που μου κρατάει χώρο
στην ψυχή μου,
και ψάχνω θεούς
και τους αφήνω
και δε βολεύομαι
ούτε μ’αυτούς!
Κι’ όλο μου λένε :
«Πλάσμα αψίκορο,
με του φευγιού τη φόρα!»
Κι όλο γυρίζω ,δέχομαι,
μιλάω , ερωτεύομαι
με την ψυχή στα δύο μοιρασμένη.
Έως το θάνατο,
τότε που θά’ρθω
να σε βρω
και να σου δώσω
Ότι σου στέρησα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου