Προσοδοφόρα γη
μα αντί για σπόρους έβγαζε δολάρια
μ’ένα σχοινί στην άκρη περασμένο
σαν τα δολώματα που ρίχνουν οι ψαράδες.
Ο ουρανός την τάιζε με βόλι που φυτεύεται στο χώμα
κι’εκείνο φύτρωνε και γίνονταν οβίδες,
όπλα πολλά που ολούθε έσπερναν τον τρόμο.
Μ’αυτά και μ’άλλα λέγαμε πως μόνος του ο κόσμος κατρακύλησε,
η φύση φταίει,
ο ουρανός που τάιζε τη γη,
η γη που εγέναε συνεχώς,
κι’ή θάλασσα με τα κρυφά δολώματα.
Εμείς τι κάναμε?
Θερίζαμε,ψαρεύαμε και ζούσαμε προσμένοντας
με το κεφάλι χαμηλά.
- Αυτά που λέγαμε κανείς μας δεν τα πίστευε,
μήπως και τα πιστέψουμε τα λέγαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου