Μα κι’ αν στεκόμουνα να σε παρατηρώ
τα ίδια θα’ βλεπα :
μια μπόχα από μπαρούτι και μεθάνιο να σ’έχουνε συνέχεια κυκλωμένο –
σαν το κουνάβι που δεν έχει ούτε φίλους ούτε εχθρούς .
Αν σε εχθρεύονται είναι επειδή είσαι εκεί και ερεθίζεις τα ρουθούνια τους.
Αν σου προσφέρουν λίγη απ’τη φιλία τους , μη χαίρεσαι, ελεημοσύνη είναι γιατί μονάχα σε λυπούνται – δεν ξέρουν πως εσύ αγάπησες αυτή σου την ασχήμια και έκανες τον εαυτό σου να πιστέψει πως είναι δική σου επιλογή (αυτή η ανέραστη και νοσηρή παρενόχληση της όσφρησης υμών των υπολοίπων).
Ζήσε όπως θες μα μην πασχίζεις να μας πείσεις πως η μπόχα σου -ως διατείνεσαι σπουδαία – είναι και θαυματουργή !
Με τα λίγα που γνωρίζω τολμώ να πώ πως έχω ακόμα πολύ δρόμο για το τίποτα - εκείνο τόσο γνώριμο , αδιάστατο και συνεχώς επιδιωκόμενο.Όταν για λίγο σταματώ και ξεκουράζομαι , στο περιθώριο ζωγραφίζω πεταλούδες ζωηρές ψηφιδωτές στο κάτω μέρος της σελίδας.
τα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους
κι'ύστερα φωνάζουν τα πουλιά
για να κρύψουν τη γύμνια τους.
Μαζεύουμε συνεχώς τροφή
σαν τα μυρμήγκια,
αλλά τα σπίτια μας είναι χτισμένα απο άχυρο
και στο πρώτο ψιλόβροχο
τρέχουμε να περισώσουμε
τις Montblanc πένες μας.
4 σχόλια:
Καλησπέρα!Φοβερό το κειμενο σου!!!Τέλειο!!! :-))
Alex μου, αφήνουν μια περίεργη γεύση οι αφορισμοί σου και με αυτή τη γεύση διαλέγω να κοιμηθώ απόψε...
Καλό ξημέρωμα τώρα πιά!
φιλιά !
Matthaios, V, ευχαριστώ πολύυυυυυ !!!
εξαιρετικοί οι αφορισμοί σου Αλεξ!
Δημοσίευση σχολίου