ως εκ τούτου..





Τη λύση την έχουμε,
το δύσκολο είναι να θέσουμε το πρόβλημα......


Si vis amari ama….

Τέταρτη μέρα,


Όποιο παραμύθι κι’αν πιστέψω δε σβήνει από το μυαλό μου η αλήθεια που άκουσα..
Φρυάζω..
Δεν σβήνουν οι εικόνες της καταστροφής..
Δε θα μπορούσα να συνεχίσω αν δεν τολμούσα να κάνω κάτι –ότι γέγοναι γέγοναι…
Δεν είναι δυνατό να ζώ με το φόβο μιας απειλής…
Αν είναι, ας ζήσω μόνο την απειλή χωρίς όμως να επιτρέπω στην αρειμάνια σκιά της να μου θυμίζει καθημερινά την παρουσία της (σφιχτά δεμένη με την απουσία της) …κάθε ώρα ..κάθε λεπτό..κάθε δευτερόλεπτο…
Λέω πως έχουμε ακόμα αρκετά..
Λέω πως είμαστε ακόμα πλούσιοι – και δε μιλώ για ύλη ,τα μετρήσιμα..
Λέω μπορούμε και γελάμε – το γέλιο που πηγάζει απ’την ψυχή μας …..
Λέω πως είμαστε φτιαγμένοι από ένα διαολεμένο υλικό που άμα πέσει κάτω ούτε σπάει παρά σηκώνεται δυνατότερο από πριν..
Για λίγο παύω πια να λέω ..μονάχα σκέφτομαι..

«έρωτας» είναι ψυχική ευφορία που σε μαγεύει , που σε γαληνεύει, που σε κάνει να γελάς δίχως συγκεκριμένο λόγο, που σε κάνει να είσαι ευτυχισμένος…….
«αγάπη» είναι όσα μπορείς και όσα δεν μπορείς…
«φιλία» είναι αυτό που κι’αν σου ξεφύγει ο τονισμός του...δε θα σ’αφήσει έτσι εύκολα….
«ευτυχία» είναι η χαρά του κοινωνείν ..


Ατελείωτος ο κατάλογος …
libro doro των δυνατοτήτων μας..




Πόνος δυσβάσταχτος

                                             
                               
Τι έγινε ?
Τι κάναμε λάθος ?
Κάτι χάσαμε στην πορεία :
- ο συγγραφέας το χέρι του
- ο δικηγόρος το ρητορεύειν,
- ο πολιτικός το ήθος του
- ο δρομέας το πόδι του……ο δρομέας το πόδι του ?
θλιβερό !
κάποιοι άλλοι ξε-χάσαμε :
- ο γιατρός τον όρκο του
- οι πιστοί το θέμα τους
- οι άντρες την τιμή τους
- οι νέοι τα πρότυπα τους
- οι ιερείς το κοινό τους
- το κοινό τους ιερείς του…και
μ’όλα τούτα βαρύναμε και γίναμε ασήκωτοι τόσο
που η φύση στενάζει και αναφανδόν φωνάζει :
«η ράχη μου διαλύεται ,
οι σπόνδυλοι τσακώνονται ο ένας με τον άλλο,
κι’εσείς μόλο που καθόσαστε πάνω στα πονεμένα νεύρα
χτίσατε κιόλας το αυθαίρετο οικοδόμημα- εξαώροφο παρακαλώ
εκεί κοντά στο ιερόν οστούν !
έτσι όπως έγινα αδύναμη παύω να είμαι πια γυναίκα,
γίνομαι ηφαίστειο!
γίνομαι αέριο που πνίγει και που πνίγεται!
γίνομαι παράλυτος δρομέας !
αθλητής με δίχως «θ»..
και επιθυμώ να σας προσφέρω μια παγερά εκδίκηση…..»

εκθέτοντας μια αναφορά

 
Σε λίγες μέρες ολοκληρώνει τη γνωμάτευση της «περί των ανεκπλήρωτων επιθυμιών».

Οι βασικές πτυχές της ερευνάς της περιελάμβαναν μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω :
Τις «ψυχικές ελλείψεις» που καταπιέζουν τα θέλω και περιορίζουν τις εκφραστικές δυνατότητες του ατόμου.
Τις κοινωνικές επιταγές - σχετικός ο ρόλος τους , συνήθως συνδέεται με αξίες που συνήθως εξυπηρετούν – καθώς και τις σχετικές διατεταγμένες –θρησκευτικοηθικοπολιτισμικές.
Βάσει της ισχύος ενός εκ των παραπάνω ενδεχομένων , φύεται μια προσωπικότητα ελλιπής (τα ελλείποντα κομμάτια φυλάσσονται επιμελώς από τους υποταγμένους στο «μη ερεύνα» γονείς , ωσάν να πρόκειται για νεραιδοπέπλα).
Σε μια άλλη πτυχή της ερευνάς της εντοπίζουμε την «ξαφνική επανάσταση» των αρρωστημένων προσωπικοτήτων , η οποία τις περισσότερες φορές είναι αποτυχημένη.Πρόκειται για τις περιπτώσεις όπου το ψυχικά ασθενές άτομο εκτιμά ότι αφού έχει αντιληφθεί την ανεπιθύμητη κατάσταση που λειτουργεί εις βάρος του μπορεί ταυτοχρόνως και να την πολεμήσει , να της ξεφύγει και να της επιβληθεί… όμως λάθος εκτίμηση…
Σε κάποιο άλλο σημείο υπάρχει αναφορά στο χρόνο ,τον οποίο χαρακτηρίζει ως εχθρό της βιασύνης και σύμμαχο της υπομονής.
Επίσης γίνεται αναφορά στους «πολιτικούς χειμώνες» ,οι οποίοι γέννησαν πολλές «κομμένες ψυχές» (ψαλιδισμένες επιτηδευμένα).
Στη συνέχεια αναφέρει , σχολιάζει ,κατηγορεί και προτείνει.
Θα σταθώ εδώ ,στις προτάσεις της :
Να γεννήσουμε , λέει, τους υγιείς εαυτούς μας.
Να χιμήξουμε και να ξεσκίσουμε αυτούς που χαϊδεύουν την αρρώστια μας.
Να πλανεύουμε (πλάνισμα ως τέχνη του πλανίσματος)εμάς τους ίδιους, όχι στα κρυφά αλλά στα φανερά για να μας βλέπουν και οι άλλοι που ντρέπονται και αντί να πλανίζουν ,κρύβουν συνέχεια την ασκήμια τους.
Να μην κοιτάμε πίσω , η ιστορία δε μας διδάσκει πάντα και αν όλοι εμείς σύσσωμοι το επιθυμούμε , αυτή δεν επαναλαμβάνεται.
Να κρατάμε στα χέρια μας δαυλούς ,για να μη χάνουμε το δρόμο μας στην άφιξη του σκοταδιού.
Να’χουμε τόσες απαντήσεις , όσες θα είναι οι ερωτήσεις που θα χρειαστεί να κάνουμε.
Να βλογάμε την πορεία μας ,γιατί εμείς οι θεοί των ψυχών μας έχουμε τα νεραϊδόπεπλα των γόνων μας.
Να στήσουμε καρτέρι στους αιώνιους εφιάλτες μας ,για να’ναι η ζήση μας με όνειρα μονάχα καμωμένη.
….
Θέσεις , προτάσεις , προτροπές όλα μαζί ζυμωμένα κι τόσο έντεχνα δουλεμένα συνθέτουν την θεώρηση της Δίδας Κ.Π.
Έκλεισα το βιαστικό μου πέρασμα στις σελίδες της εργασίας της με λίγες λέξεις από την κατακλείδα της : Και ως επιθυμούμε να προκάμωμεν , ωσάν τυφλόμυγες οργώνουμε κι’εκείνα τα σκοτάδια.



in meinem leben

Συνταίριασμα

Ψάχνεις να βρεις το «άλλο» , δημιούργημα του μυαλού σου που να’χει πλεονάζοντα προσόντα κατ’αντιστοιχία των δικών σου ανικανοποίητων –ανυπόταχτων επιθυμιών και αναγκών.Το «άλλο» όμως αναζητά κι’εκείνο ένα δικό του «άλλο» που ενδεχομένως να ταυτίζει κάποιες πτυχές του με μια ή πλέον των δικών σου οριοθετημένων προδιαγραφών.Μπορεί όμως τούτη η ταύτιση , ως ενδεχόμενο να μη συμβεί εξάπαντος ή να συμβαίνει συνεχώς.


Υποθέτω λοιπόν πως η συχνότητα εμφανίσεως μιας (ή καμίας) ή και παραπάνω πιθανότητας ταύτισης των επιθυμιών δυο διαφορετικών «άλλων» , είναι συνισταμένη του αν και κατά πόσο το «εγώ» του καθενός επιθυμεί ή όχι να ταυτιστεί με τον «άλλο» , αλλά και άλλων μικρότερων (ουχί υποδεέστερων) παραγόντων όπως π.χ. η πρότερη καταπόνηση του «εγώ» , το αν υπάρχουν γονιδιακοί παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την αναδίπλωσή του κ.α.

Εφόσον λοιπόν το επιθυμούμε μπορούμε να ταυτιστούμε με τον «άλλο» κατανοώντας βεβαίως πως η ταύτιση δεν θα είναι απόλυτη λόγω της δεδομένης ασυμμετρίας – αστάθειας του οριζόμενου ως υπαρκτό .Υπό αυτό τον όρο μπορούμε ακολούθως να απολαμβάνουμε τέρψη και ικανοποίηση αν και εφόσον δεν την αναζητούμε λαίμαργα ή με υπερθετική επιθυμία- βουλιμία.

Κινδυνολογώντας  (για άλλη μια φορά) θα έλεγα πως η μεγαλύτερη τέρψη είναι αυτή την οποία προσαρμόζουμε ευκολότερα και ταχύτερα στις ήδη προεπιλεγμένες συνιστώσες των επιθυμιών μας (τούτο συνιστά και προθάλαμο στην κατάκτηση της ακριβοθώρητης ευτυχίας).


Eρινύες


Ερχόσαστε ταπεινά μέσα στο δωμάτιο μου
την ώρα που βραδιάζει .
Δεν αντιλαμβάνομαι την έλευση σας!
Πλησιάζετε την εστία του ύπνου μου
και σαν να είσαστε οικείοι του χώρου μου
πλαγιάζετε πλάι μου
και μου μιλάτε.
Δεν αντιλαμβάνομαι την έλευσή σας!
«είμαστε οι ερινύες,
μας γνωρίζετε ήδη.
Επιθυμούμε να σας επισκεπτόμαστε
διότι ορθώς λαμβάνουμε το κάλεσμα σας»
-μα δε σας κάλεσα!
«είμαστε οι μόνες άγρυπνες μέσα στο σκοτάδι που
κυβερνά τα εσώψυχα σας την ώρα που κοιμόσαστε».
Δεν αντιλαμβάνομαι την έλευσή σας!
«καθόσον σας διδάξανε είσαστε υποχρεωμένος
να μας υποδέχεστε.
Η σιωπή του ύπνου σας οφείλει να είναι φιλόξενη»
Δεν αντιλαμβάνομαι την έλευση σας!
-μα είσαστε ακάλεστες !
«είμαστε προσκεκλημένες των αρχών , των αξιών και
των μύχιων σκέψεων σας»
Και πώς να έφερνα αντίρρηση ?
Και πώς να ερχόμουνα ενάντιος σ’αυτή τη γενετήσια σχέση ?
-Καλώς με βρήκατε,
μα να μη μείνετε περσότερο
εδώ ο χώρος είναι αψύς
τους άλλους ξένους μόνο λίγο τους κρατάει.
Κι’αφού γι’απόψε εκείνες κάνανε το χρέος τους
Κρύφτηκαν πάλι σιωπηλά μες το σκοτάδι.




Τι ευγενής !

Ήρθες , μας μίλησες και
πριν προλάβεις καν να χαιρετήσεις , έφυγες άξαφνα !
μετά επέστρεψες για να μας πεις «αντίο» και να μας ευχηθείς «τύχη καλή και να προσέχετε»
Τι ευγενής αλήθεια !
Έλεγα έμοιαζες με τον παλιό μας γείτονα που μόλις έφτασε στη γειτονιά
μας χτύπησε την πόρτα και αφού συστήθηκε είπε με στόμφο : αν με καλείτε , εγώ θα φέρνω πάντα τα γλυκά !
όπως και έκανε ,
και συνηθίσαμε μαζί του,
κι’εκείνος έφερνε πάντα τα γλυκά χαμογελώντας
σα να επρόκειτο να μείνει εδώ για πάντα..
ώσπου μια μέρα..
έστειλε μόνο ένα κουτί που πάνω έγραφε : τα τελευταία !
Δε μας χαιρέτησε μα δεν παρέλειψε να στείλει τα τελευταία τα γλυκά- σοκολατάκια!
Τα ενδιάμεσα δεν έχουν σημασία..
Δεν είχαν φαίνεται αφού σκιάζονται απ’αυτή του την ευγένεια..
Κι’αναρωτιέμαι : πόσο ευγενής ?
Να απαντήσω αδυνατώ,
Δε θα’χε νόημα!




Τραγούδα τη θλίψη , να φύγει.....


μες την πόλη

βάρβαροι μπήκαν

και κούρσεψαν

τα ωραία παλάτια



τις καρδιές

που πονούσανε βρήκαν

και τις κάνανε

χίλια κομμάτια



θησαυρούς σε δωμάτια

μεγάλα

με φρουρούς

σεβαστούς σκηνοθέτες



και μια κόρη

να κλαίει στη σάλα

γιατί γίναν

κομμάτια οι καθρέφτες



μες τους δρόμους

ο αέρας φυσάει

και θυμίζει μεγαλεία περασμένα

σε μια πόλη που πια δε γελάει

γιατί τ’άστρα της τά’χουν κλεμμένα



της ζωής τα παλάτια

που φύγαν

σαν τα τρένα

ξανάρχονται πίσω



μα τα όνειρα εκείνα

πού πήγαν?

Και δεν πρόλαβα πια

Να τα ζήσω