Monty Python - The Philosophers' Song
Immanuel Kant was a real piss-ant
who was very rarely stable
Heidegger, Heidegger was a boozy beggar
who could think you under the table
David Hume could out-consume
Wilhelm Froederich Hegel
And Wittgenstein was a beery swine
who was just as sloshed as Schlegel
There's nothing Nietzsche couldn't teach ya
'bout the raising of the wrist
Socrates himself was permanently pissed
John Stewart Mill of his own free will
on half a pint of shandy was particularly ill
Plato they say could stick it away
'alf a crate of whisky every day
Aristotle Aristotle was a bugger for the bottle
Hobbes was fond of his dram
And Rene Descartes was a drunken fart:
"I drink, therefore I am"
Yes, Socrates himself is particularly missed
A lovely little thinker but a bugger when he's pissed
αφορισμός
σαν τα μυρμήγκια,
αλλά τα σπίτια μας είναι χτισμένα απο άχυρο
και στο πρώτο ψιλόβροχο
τρέχουμε να περισώσουμε
τις Montblanc πένες μας.
Ευ-φροσύνη
Γέννησε δεκατρία παιδιά,
δεκατρείς φορές φχαριστήθηκε της γέννας τον ηδονικό πόνο.
Μόνο που εκείνη τα γένναγε μόνη της ,δεν ήθελε να τη βλέπουν να πονά , να κόβεται η ανάσα της , να φουσκώνουν οι φλέβες της...να γίνεται αξιολύπητη!
Δεκατρία παιδιά , δεκατρείς ζωές και μπόρεσε να τα κουμαντάρει μόνη της και μάνα και πατέρας - καθώς ο άντρας της δεν άντεξε,τον έχασε με το τελευταίο νεογέννητο στην αγγαλιά.
Δεν ήθελε τόσα παιδιά , αλλά είδε πως έτσι θα έθαβε όλο και πιο βαθειά τη δυστηχία της μοίρας που κουβαλούσε.Όχι πως ξέχναγε, όχι δεν ήταν αυτό , ήταν που ήθελε να αναστήσει ανθρώπους που θα φέρονται όπως κανείς δεν μπόρεσε να της φερθεί –η ασκήμια του προσώπου της έκρυβε όλη την εκθαμβωτική ομορφάδα της ψυχής της ,όμως κανείς πλην του αντρός της δεν γύρισε να την κοιτάξει πιότερο απο μια φορά και τούτο πόναγε πολύ και σκίαζε την πανέμορφη ψυχούλα της.
Ήθελα τα παιδιά που θα ανέσταινε να φέρονται με καλοσύνη, με σεβασμό ,με εκτίμηση και με αγάπη σε όλα τα ανθρώπινα πλάσματα,χωρίς δόλο,αγνά ,με ειλικρίνεια.
Τόσο που ήθελε να την αγαπήσουν τα κατάφερε : Δεκατρείς ψυχές την αγγάλιασαν και την κάνανε να νιώσει ψηλότερα απ’όσο φανταζότανε στο σπουδαιότερο βασίλειο του κόσμου , αυτό της οικογενειακή της εστίας.....
Στάσιμοι όταν…
.Κοινωνούμε τα επιθυμητά χωρίς να λογίζουμε τις λοιπές συνισταμένες
.Εγω-νοσούμε
.Επιθυμούμε κάτι υπέρμετρα – βουλιμικά- εξαιτίας της ενδεχόμενης μελλοντικής ανικανότητας να έχουμε ότι επιθυμούμε
.Αποκαλούμε εξέλιξη αυτή την ίδια τη στασιμότητα μας
.Υπερμετρούμε τα χαρίσματα μας μηδενίζοντας τα χαρίσματα του άλλου , ξεχνώντας τα μειονεκτήματα μας ,τα οποία πολλαπλασιάζονται αν δεν στειρώσουμε τη μήτρα τους
.Όντας φορώντας ρούχα , ακουσίως επιδεικνύουμε τη γύμνια μας
.Αντιδρούμε σε μια παραδοχή μόνο και μόνο για να επιδείξουμε το εύρος της φωνής μας , χωρίς ουσιαστικά να έχουμε κάτι να πούμε
.Προβάλουμε τα λιγοστά – εμπρός στην αιωνιότητα – προσόντα μας και μ’αυτά τα λιγοστά «ηγεμονεύουμε» εμπρός στους άλλους
.Αντιμετωπίζουμε τη ζωή ως μια ευρύχωρη κρεβατοκάμαρα και ανησυχούμε μόνο όταν μέσα σε αυτή μείνουμε μόνοι.
αφορισμός
Μέσα εκεί βάζω ακατάστατα ότι έχω ,ότι θέλω να έχω και ότι σχεδιάζω ν’ αποκτήσω.
Το σφάλμα μου : Η έλλειψη τάξης.
Κ' όλο σκοντάφτω πάνω σε σκέψεις.
Κ' όλο ξεχνώ να πετάξω τ’ άχρηστα.
Κ' όλο χάνω το δρόμο για την έξοδο.
Die Toten Hosen - Bonnie und Clyde
αφορισμός
τα ίδια θα’ βλεπα :
μια μπόχα από μπαρούτι και μεθάνιο να σ’έχουνε συνέχεια κυκλωμένο –
σαν το κουνάβι που δεν έχει ούτε φίλους ούτε εχθρούς .
Αν σε εχθρεύονται είναι επειδή είσαι εκεί και ερεθίζεις τα ρουθούνια τους.
Αν σου προσφέρουν λίγη απ’τη φιλία τους , μη χαίρεσαι, ελεημοσύνη είναι γιατί μονάχα σε λυπούνται – δεν ξέρουν πως εσύ αγάπησες αυτή σου την ασχήμια και έκανες τον εαυτό σου να πιστέψει πως είναι δική σου επιλογή (αυτή η ανέραστη και νοσηρή παρενόχληση της όσφρησης υμών των υπολοίπων).
Ζήσε όπως θες μα μην πασχίζεις να μας πείσεις πως η μπόχα σου -ως διατείνεσαι σπουδαία – είναι και θαυματουργή !
αφορισμός
Μην αγριεύεις κι’ η φωνή σου κάνει αγριεμένο αντίλαλο , αυτός γυρνάει μέσα σου σα bumerang και πνίγει ασφυχτικά τα σωθηκά σου.
Φώναξε , ανάσανε και δώς μου ένα χαμόγελο
για να γλυκάνεις λίγο το θυμό σου,
εγώ σε άκουσα,
ε και ? τι έγινε ?
θα συνεχίσω να ’μαι ευτυχισμένη
αφορισμός
λίγοι με ακούνε προσεχτικά
αυτούς τους ξέρω , τους είδα προχθές στα πεζοδρόμια
να κυλιούνται σαν να θέλανε να γίνουν ένα με το χώμα.
Το τραγούδι μου γίνεται ύμνος ,πολεμικός παιάνας ,άλλοτε ωδή και άλλοτε θρήνος.
Τραγουδάω και στα σπλάχνα μου αντηχούν οι νότες, κι’ όσο μπερδεύονται εκείνες μεταξύ τους τόσο θεριεύει ο τόνος της φωνής μου.
Κι ‘ όσο ακούνε εκείνοι τη φωνή μου ,τόσο περσότερο λατρεύουνε το χώμα, το εμπιστεύονται - αυτό στο τέλος θα κρατήσει το σαρκί τους.
Τραγουδάω και ονομάζω το τραγούδι μου αιώνιο
έτσι αιώνια που είναι κι ’η ζωή μας .
αφορισμός
Της υπερβάσεως
μειλίχιος ο ίσκιος σου που σκιάζει την ηρεμία μου και με ταράζει
και μου θυμίζει την επιθυμία που παλεύω ν’αφορίσω γιατί ορίζει το αυτονόητο της ύπαρξης μου –ελευθερώνει το χαμόγελο μου , γυμνώνει την εικόνα του συναισθήματος μου , απολύει τους μεθοδευμένα εγκρατείς πόθους μου , μεταλλάσει την κίνηση του σώματος μου δίνοντας της χάρη και ρυθμό σαν να πρόκειται για θεατρική απόδοση καλοπαιγμένου έργου.
Αυτή η επιθυμία ,ερωτική , εγωκεντρική , απεριόριστη, τρυφερή , εκβιάζει το αυστηρό υιοθετημένο ύφος μου , το απειλεί , το καταδιώκει και στο τέλος εξουσιαστικά του επιβάλλει εγκλεισμό στα τάρταρα του κόσμου των αφορισμένων.
Αυτή η επιθυμία ξεσηκώνει την ταπεινή μου σκέψη και την κάνει πρόδηλα απαιτητική .
Αυτή την επιθυμία πάλευα ν’αποφύγω από φόβο μη με κατακυριεύσει .
- «Μήπως δεν ξέρεις ν’αγαπάς ? να δίνεσαι ? ν’αφήνεσαι στο νοιάξιμο του άλλου ?
Μήπως δεν ξέρεις να πονάς από αγάπη ? να υποφέρεις ? να φοβάσαι μην προσβάλει κάποιος άλλος το σπουδαίο της καρδιά σου απόκτημα ?»
Αυτά μου ψέλλισε γελώντας κι’απορρώντας αυτός που μ’άκουγε να λέω φωναχτά το μύχιο βάσανο μου.
- «Μπορεί» του απάντησα
- «τότε σταμάτα να παλεύεις με τη σκέψη σου , άστην ελεύθερη κι’ας γίνει εκείνη έρμαιο του δεινού πολιορκητή , της αυτονόητης γλυκιάς επιθυμίας!
Και όταν θα’ρθει το χαμόγελο στα χείλη σου από μόνο του,
Κι’όταν του άλλου η χαρά θα κάνει το κορμί σου να χορεύει , τότε θα πάψεις να παλεύεις με φαντάσματα,
Έτσι θα υπάρχεις πιο σωστά !»
Τι να’λεγα , είχε το δίκιο του! Κοντολογίς μια σκέψη έκανα : Ίσως να σπούδαζα τη μέθεξη της φύσεως απ’την αγάπη ξεκινώντας !
Άκριτα
Έβαλε πρόστιμο ο ζογκλέρ στον ακροβάτη.
Γλυκά κοιμίζω το ένα μέλος μετά τ’άλλο
και στης μετραίσας την ποδιά βαριανασαίνω!
Ο ήλιος σήμερα μου έστησε καρτέρι και ...με παγίδευσε , σα με παρέδωσε στου σκότους το νυστέρι.
Έμεινε ήσυχος που μού’στησε καρτέρι
- «Δε σε πουλώ και μη φοβάσαι» του φωνάζω , μα εκείνος έφυγε γιατί ήταν πια η ώρα!
Γυρνώ και ψάχνω της μετραίσας την αγγάλη
–μονάχα εκεί πουλώ το σώμα μου ώς μ’αρέσει!
Πόσους θεούς θα προσκυνήσω για ν’αλλάξω αυτό που ζώ με κάποιο άλλο μεγαλείο ;
Mύθοι
προλήψεις κι’αηδίες.
Μια νουθεσία για αρχή
κι’ύστερα πάρε το κουβάρι
και ξετύλιγε.
Κι’αμα θα βρεις και κόμπους
άντε λύστους!
Θεούς και δαίμονες
άλλοτε έχουμε στο πλάι,
κι’άλλοτε άθεοι μαρξιστές,ιδεολόγοι
ηγέτες ,άρχοντες γινόμαστε
που διοικούν τον κόσμο
με το δάχτυλο του ενός τους του χεριού.
Αρχές ανδρών και γυναικών
που άλλοτε μπερδεύονται
και λύονται με πόλεμο,
κι’ο νικητής
ηγέτης που κατόρθωσε με λάφυρα δολάρια
να γίνεται σπουδαίος φαλλοκράτης ηγεμών!
Και καταλήγουμε στο τέλος
στο συμπέρασμα αυτό που απ’την αρχή το ξέραμε:
Μικρά ανθρωπάκια είμαστε
που όλο παλεύουμε να κάνουμε
καλύτερο, αυτό που απλά ονομάσαμε καλό.
Κι’έτσι το χρόνο αποκαλούμε πια ζωή
για να’χει η ύπαρξη λιγάκι ενδιαφέρον
και μαύρο ζωγραφίσαμε το θάνατο
ήτοι φθορά της φύσεως.
Γιορτή
ανάγκη : να γιορτάσουμε !
Πόσο πολύ χρειαζόμαστε μια γιορτή ?
Πόσο ορεγόμαστε την άρση της ρουτίνας μας ?
- Είναι Casual Friday , μπορείτε να είστε λίγο πιο χαλαροί ως προς την ενδυματολογική σας προτίμηση !
Κι’όλοι περιμένουν την Παρασκευή για να δουλέψουν γιορτάζοντας την άρση του ενδυματολογικού τυπικού.
Μια γιορτή ,μια αφορμή για έξοδο , για ευχές , για επαφή με τους γνωστούς και φίλους. Κάθε γιορτή αλλιώτικη για να μη γίνει και αυτή η ίδια η γιορτή ρουτίνα.
Κάποτε έχουμε Χριστούγεννα , φώτα , λαμπιόνια , μουσική, Άγιος Βασίλης με τα δώρα, δένδρα, στολίδια , τζάκι, παρέα και γλυκά!
Άλλοτε Πάσχα , κι ’εκεί γιορτάζουμε πάλι με δώρα , μουσική , φίλους γνωστούς και φαγητό!
Κι ’ύστερα έχουμε του κάθε ονόματος ξεχωριστή γιορτή , κι ’εκεί καλούμε τόσους όσους έχουμε ανάγκη.
Άλλη γιορτή της Μάνας , του Πατέρα , του παιδιού.
Γιορτή των ασθενών ,των λουλουδιών , του βιβλίου και των μεταναστών.
Γιορτή των ερωτευμένων.
Γιορτές εθνικών επετείων.
Γιορτάζει και η γη.
Γιορτάζει και η Ελισάβετ που το έκανε Λίλα, σε αυτοσχέδια γιορτή!
Γιορτάζουμε τη μνήμη ανθρώπων που φύγανε,
γιορτάζουμε νίκες ,
γιορτάζουμε ήττες που κόντεψαν να γίνουν νίκες!
Κι ’έτσι μαζεύονται 365 γιορτές το χρόνο !
Γιατί τόσες γιορτές?
- από φόβο μήπως διαχειριστούμε τη μοναξιά μας λάθος ,
- από ανάγκη γιατί η ζωή είναι μικρή και θέλουμε να ‘ναι οι χαρές μας περισσότερες,
- αλλά και σαν χρέος , ως αιώνιοι δεσμώτες ενός κοινωνικού συνόλου οφείλουμε να ενισχύουμε το «φαίνεσθε» αυτού μέσα από κοινωνικές συνευρέσεις έτσι φτιαγμένες ώστε να τιμούνε ενίοτε το κάθε μέλλος ξεχωριστά αποδίδοντάς του τιμή!
Γιορτές παντού.
Γιορτές πάντα.
Κι ‘όσο γιορτάζουμε υπάρχουμε ,
Κι ‘όσο υπάρχουμε γιορτάζουμε.
Κι ‘όλο αυξάνουμε το εύρος των γιορτών ,
αυξάνουμε έτσι τις χαρές μας.
Ούλτιμο κάλεσμα
δίχως συγκεκριμένα τα όρια-άκρα του.
Σ’αυτή τη διαρκή αναζήτηση – αμφισβήτηση συμβουλευόμεθα συνισταμένες εκ διαμέτρου αντίθετες από τη μια , ενώ από την άλλη αυτές αποτελούν πλευρές αυτού του ενός συμπαντικού χωροχρόνου.
Πως λοιπόν να απομονώσουμε τις αστρικές συνισταμένες (που λειτουργούν υπό το βλέμμα των μαθηματικών επιστημών) από τις θεολογικές ερμηνείες , τις ουμανιστικές θεωρίες ,τις μεταφυσικές θέσεις-αντιθέσεις και τις σύγχρονες μινιμαλιστικές προτάσεις περί βίου και επιβίωσης ?
Επιπλέον εφόσον η απομόνωση και δια βίου παραδοχή μιας και μόνο εκ των προαναφερθέντων συνισταμένων δε φανερώνει πράγμα ουδέν , θα ήταν φρόνιμο να δεχτούμε την πολλαπλότητα του θέματος της ύπαρξης καθώς και τη συμβολή όλων ανεξαιρέτως των παραμέτρων στη διαιώνιση αυτού.
Δεν ωφελούν οι ερμηνείες παρά οι έξυπνες διαπιστώσεις , που εκ-παιδεύουν το νου και διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον υμών για διαιώνιση του είδους μας και του περιβάλλοντος χώρου (συμπεριλαμβανομένων και των σχέσεων του είδους μας με ομοίους ή με άλλα είδη αντιστοίχως).
Ας προβάλουμε λοιπόν βάσει του απολύτου των υπαρκτικών ερωτημάτων την απλούστατη και απλοϊκή ίσως παραδοχή :
«Να μην διαχειρίζονται τη ζωή και την ύπαρξή μας τα αναπάντητα (ερωτήματα) υπό τη σκιά των πολλαπλασίων συνισταμένων που οριοθετούν και περιβάλλουν την παρουσία μας αλλά και να μην παρεμβαίνουν αυτά στις σχέσεις μας και κατ’επέκταση να μη «γκετοποιούν» τις συναναστροφές μας».
Τα δεδομένα είναι αυτά που βλέπουμε , οι συσχετισμοί αλλάζουν, αλλά αυτό ουδόλως αποτελεί παράγοντα διαχωρισμού ομάδων ( νοώντας πάντα τις ομάδες που οργανώνονται ως πρωτοπόροι και ιδανικοί καθοδηγητές-ερμηνευτές).Οι ομάδες δημιουργούνται-θα έπρεπε τουλάχιστο-για λόγους κοινωνικού καθορισμού ανάληψης έργου.
Με λίγα λόγια μια ευχή : ας λειτουργήσουν οι μηχανισμοί της απλοποίησης και των απλών συσχετισμών βίου και επιβίωσης.
Ένα παιδί και μια γιορτή
Και ξάφνου ο τόπος έλαμψε !
Έτσι τον φτιάξαμε για να μας αρέσει.
- Γιατί μόνο τότε ?
- Μη φοβάσαι θα τον κρατήσουμε έτσι για πάντα.
Τα φώτα θ ’ανάβουνε μέσα στην ψυχή μας καθώς χαμογελάμε!
Δεν είναι δύσκολο ,
ένα χαμόγελο και χιλιάδες λαμπιόνια κρυμμένα σε
κάθε κύτταρο μας , θα λαμπυρίζουν!
Είδες τι εύκολο που είναι ?
- Και θα ’ρθουν Χριστούγεννα ?
- Ναι ! Χαμογέλα ! το σκοτεινό μας βλέμμα τα κρατά σβησμένα.
Χαμογέλα και θα ζηλέψουν κι ’άλλοι , και τότε θα δεις πόσα Χριστούγεννα κουβαλάμε μέσα μας !
- Μετά ? τα έλατα ? ,οι τάρανδοι ?, ο Άγιος Βασίλης ?
Που είναι κρυμμένα όλα αυτά ?
- Θαρρείς πως κρύφτηκαν μα είναι γύρω μας ,
- τώρα αλλάξανε και βγάλανε τα γιορτινά , άλλοι δουλεύουνε , άλλοι φροντίζουνε όσους τους έχουνε ανάγκη ,
Όλοι προσφέρουνε ώσπου ν ’αρχίσει η γιορτή !
Και θα φορέσουν πάλι γιορτινά ,θα ξεκινήσουν πάλι τα τραγούδια !
- Αλήθεια ! έρχονται ! τους βλέπω ! άφησαν φαίνεται για λίγο τη δουλειά κι ’αρχίσαν μάλλον το χορό και το τραγούδι ! όμορφα που είναι !
- Είδες που στο ‘λεγα ? ένα χαμόγελο κι ’αμέσως όλα λάμπουν !
Όντας μεσήλιξ
γιατί την αποκάλεσε αχειραγώγητη.
Ο κύριος Β έμεινε εμβρόντητος,
Ο κύριος Ν που ήταν παρών υπερασπίστηκε την τιμή
της κόρης του .
Η λαλίστατη νεαρά έφυγε ικανοποιημένη αφήνοντας
τους δύο αρτηριοσκληρωτικούς πενηνταπεντάρηδες
να μέμφονται υποδεικνύοντας περί ηθικής .
Κύριος Β : abyssus abyssum invocat
Κύριος Ν : o tempora ! o mores !
Η φιλονικία απέκτησε πολιτισμικό ενδιαφέρον
καθώς διέθετε φανερά ρήσεις και αντιρρήσεις
μιας άλλης εποχής .
ωστόσο διέθετε μια άκρατη αξιοπρέπεια
και οι πρωταγωνιστές καμαρώνανε για κάθε φράση τους
που υποδείκνυε την απόλυτη ταύτιση τους με τα «χρηστά ήθη»
κομπάζοντας ταυτόχρονα για τη διανοητική υπεροχή τους
έναντι του αντιπάλου ομιλητή.
Στο τέλος ο αρχικός λόγος της διαφωνίας ξεχάστηκε.
Η φιλονικία μετατράπηκε σε σύμπνοια λόγου και η κουβέντα
στράφηκε προς τον «άγνωστο θάνατο» ,
αλλά και στον έρωτα –
Με γεμίζει σεβασμό ο μοναχικός ασκητισμός των μεγάλων ανθρώπων ,
Τα όρια τους τα γνωρίζουνε,
Βάση ακλόνητη ο λόγος τους.
Το χρέος τους το γνωρίζουν
Και το υπηρετούν ορθά , συνειδητά –
που πέρασε από πάνω τους : την ορθή συνείδηση .
αντιλαμβάνομαι το μεγαλείο τους όταν μετά από μια φιλονικία
όπου επικαλούνται οπισθοδρομικά επιχειρήματα,
αποφασίζουν να διαλέγονται με σοφία και παρρησία
Τολμώ να
υποκλίνομαι εμπρός στην αβίαστη παραδοχή της άγνοιας τους!
Άνθρωπος λεύτερος να χάνεται
που φυσάει κατά το Νότο.
Γύρω τριγύρω θάλασσα.
Έχω τα μάτια μου στραμμένα
προς τα πάνω και προσεύχομαι.
Τι θέλει η φύση κι'ο θεός να στείλει ?
ποιος απ'τους δύο πρώτος θα μ'ακούσει ?
Κλείνω τα μάτια για να κάνω το σταυρό μου,
με δίχως χέρια,
κι'ύστερα αφήνω τη φωνή μου λεύτερη.
Θαρρώ πως ζώ του Προμηθέως το δράμα,
Όμως γιατί ?
Ποιόν πρόδωσα ?
Τι χρέος με βαραίνει ?
Κάποτε σταματώ τις σκέψεις
μην τύχει και βαρύνουν το κλαδί
και σπάσουν τα δεσμά μου.
Κρατώ το βλέμμα μου ψηλά στον ουρανό,
ότι είναι να'ρθει και περάσει
να το δώ,να μην το χάσουνε τα μάτια μου.
Ζωή δική μου δε χαρίζω,
αν σείς τη θέλετε
στείλτε να μου την πάρουν.
Άγγελος θα'ναι ή διάβολος ή γύπας ή αστραπή ?
ότι και νά'ναι !
Στιγμή δε θα ικετέψω,
μόνο προσεύχομαι
και άς μην ξέρω που.
Ονειροκατασκευές
Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά της
ο πρίγκηπας του παραμυθιού και παραμένει
κοντά της όχι σαν εραστής και μέλλων
συζηγός της ,
αλλά ως αφηγητής της διηγείται
το υπόλοιπο του παραμυθιού προσαρμοσμένο
στη λαχτάρα της ψυχής της ,
κανοντάς τη να νιώσει
Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.
Τώρα πια , κάθε φορά που ακούει το παραμύθι
είναι σα να της αφηγείται κάποιος την ιστορία
της δικής της ζωής.